- τεχνήτωρ
- τεχν-ήτωρ, ορος, ὁ,A artificer, maker,
μύρων Man.2.327
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύρων Man.2.327
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεχνήτωρ — ορος, ὁ, Α κατασκευαστής, δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τεχνη τού τεχνῶμαι (πρβλ. μέλλ. τεχνή σομαι) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] … Dictionary of Greek
τεχνήτορας — τεχνήτωρ artificer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)